- διαπεραιοῦμαι
- διαπεραιόωtake acrosspres ind mp 1st sgδιαπεραιόωtake acrosspres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνδιαπεραιούμαι — όομαι, Α διαπεραιώνομαι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαπεραιοῦμαι «διαβαίνω, περνώ»] … Dictionary of Greek